- σαυκρός
- -ά, -όν, Α(κατά τον Ησύχ.) «ἁβρός».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαυκρός (πρβλ. θαλυ-κρός), όπως και ο τ. «σαυχμόνσαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές» με διαφορετικό επίθημα (πρβλ. αὐχμός) και διαφορετική σημασία (πρβλ. αρχ. ινδ. sūksma- «αδύνατος, λεπτός») είναι εκφραστικοί τ. αβέβαιης ετυμολ., στους οποίους οι λεξικογράφοι έχουν αποδώσει ποικιλία σημασιών. Η σύνδεση τού τ. σαυκρός με τη λ. ἄκρος οφείλεται ασφαλώς σε παρετυμολογία. Η σύνδεση, εξάλλου, τών τ. με τους τ. «ψαυκρόνκοῦφον, ἀπὸ τοῦ ἄκρως ψαύειν», «ψαυκρόςκαλλωπιστής, ταχύς» (πρβλ. ψαυκρόποδακουφόπουδα») οδήγησε στο να θεωρηθούν οι τύποι παράγωγα τού ρ. ψαύω, από το οποίο με απλοποίηση τού αρκτικού ψ- σε σ- προήλθαν οι τ. σαυκρός / σαυχμόν. Έχει προταθεί, τέλος, η σύνδεση τών τ. με τα σαῦλος και σαύρα*].
Dictionary of Greek. 2013.